- ωφελιμαρχία
- η , ωφελιμισμός ο утилитаризм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωφελιμαρχία — η, Ν ωφελιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + αρχία (< άρχης*), απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. utilitarisme] … Dictionary of Greek